- δυάρι
- το1. χαρτί της τράπουλας με τον αριθμό δύο.2. ζάρι με τον αριθμό δύο.3. διαμέρισμα με δύο δωμάτια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δυάρα — και διάρα, η και δυάρι [δύο] 1. παλαιότερο χάλκινο νόμισμα τού ελληνικού κράτους αξίας δύο λεπτών 2. (στη χαρτοπαιξία) χαρτί τής τράπουλας με τον αριθμό δύο 3. στον πληθ. δυάρες στα ζάρια όταν στο ρίξιμο πέσει και στα δύο ο αριθμός δύο 4. φρ. α)… … Dictionary of Greek
τεσσάρα — η, Ν 1. σύνολο από τέσσερεις όμοιες μονάδες, τετράδα 2. μτφ. (στον στρατό ή στο σχολείο) τιμωρία τεσσάρων ημερών («πήρε μια τεσσάρα γιατί τσακώθηκε») 3. στον πληθ. οι τεσσάρες (στο τάβλι) η περίπτωση που και τα δύο ζάρια δείχνουν από τέσσερα… … Dictionary of Greek